- αρχαιομανής
- -έςαυτός που ασχολείται με τα αρχαία με μανία, με υπερβολικό ζήλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -μανής < μαίνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… … Dictionary of Greek
αρχαιομανία — η η ιδιότητα του αρχαιομανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαιομανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δ. Γ. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek